- ευεπηρέαστος
- -η, -ο (Α εὐεπηρέαστος, -ον)1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐεπηρέαστοντο να επηρεάζεται κάποιος εύκολα («τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας τὸ εὐεπηρέαστον», Ιωάνν. Χρυσ.).αρχ.εκτεθειμένος σε κίνδυνο, σε κακό («εὐεπηρέαστος ὑπὸ τῶν ἔξωθεν αἰτιῶν», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επηρεάζω (πρβλ. αν-επηρέαστος)].
Dictionary of Greek. 2013.